Πραγματικότητες και ενδοχώρα – Αθηνά Σχινά

Πραγματικότητες και ενδοχώρα – Αθηνά Σχινά

Πραγματικότητες και ενδοχώρα

 

Είναι παρήγορο στις μέρες μας το γεγονός μιας αναμφίβολα νέας και πολύτροπης εικαστικής ποιότητας που συχνά αναδύεται, ως εκφραστική αντίσταση απέναντι στην ισοπεδωτική ομοιογένεια, στην «εκσυγχρονιστική» – πλην εξαιρέσεων – νεωτερικότητα, απέναντι στον σοφιστικό επίσης και γεμάτο φρούδες ρητορείες μιμητισμό, στην διαπραγματευτική δύναμη και στην καταναλωτική ρηχότητα συναλλακτικών «ιδεών» κι εν τω μεταξύ στην διάχυτη βία, που πολιορκεί τις ανοχύρωτες πλέον ζωές μας. Κι αυτό το διαπιστώνει κανείς, μέσα από τα έργα αρκετών καλλιτεχνών, οι οποίοι δεν αγνοούν ασφαλώς την πραγματικότητα που βιώνουμε, αλλά και δεν καταβάλλονται από την κρίση αξιών που εκείνη καθημερινά υπαγορεύει, χωρίς από την άλλη πλευρά να αδιαφορούν, εφόσον όλοι αντιμετωπίζουμε τα αντικρίσματα μιας καθολικότερης χρεωκοπίας.

Ο κοινωνικός ρόλος της τέχνης, δεν εξαντλείται ασφαλώς στην κριτική διάσταση που εμπεριέχει, αφυπνίζοντας – αμεσότερα είτε υπαινικτικά – συνειδήσεις. Άλλωστε, η έννοια της κριτικής και των διαφόρων αναθεωρήσεων που επιβάλλει, λειτουργεί σε πολλά επίπεδα. Πριν ωστόσο απ’ όλα, οφείλει κανείς να ξέρει, μέσα από τα έργα τέχνης που διαμορφώνει και προτείνει ο καλλιτέχνης στον θεατή, τί υποδεικνύει ότι εγκαταλείπει και με τί το αντικαθιστά, πώς διαχειρίζεται το υπόστρωμα της συλλογικής μνήμης και τις σχέσεις παρελθόντος/παρόντος, ποιούς επίσης νέους ορίζοντες ανοίγει στον θεατή και αποδέκτη, όπως επίσης με ποιές ευθύνες τον επιφορτίζει. Για όλα αυτά πάντως, αλλά και για άλλα τόσα, ένα είναι σίγουρο κι έχει αποδειχθεί αποτελεσματικό στην πράξη. Κι αυτό είναι πρώτιστα, το ερέθισμα του υποσυνειδήτου που προκαλείται εκ μέρους του ποιητικού  λόγου της εικονοπλασίας, αλλά και η έλξη που πρέπει εκείνη να ασκεί, βασιζόμενη στον εσωτερικό ρυθμό των παρατηρούμενων – τονικών χρωμάτων και σχεδιασμών – η αισθαντικότητα και η υποβλητικότητα επίσης της ατμόσφαιρας που το έργο καλλιεργεί, προκειμένου να κινητοποιείται δημιουργικά ο συνειρμός, για να αποκτήσει ο εικονισμός, (παραστατικός ή αφαιρετικός) μια μεταγλώσσα.

Οι εικαστικοί καλλιτέχνες στους οποίους  θα αναφερθώ, παρουσιάζοντας σταδιακά κι άλλους, έχουν βρει τους τρόπους να έλκουν συγκινησιακά την προσοχή του θεατή, αφού προηγουμένως έχουν επιλέξει και μετουσιώσει τις εμπειρίες, τα υλικά και την γραφή τους, αποδίδοντας εκφραστικά μια αποκαλυπτόμενη «στρωματογραφία» από εντυπώσεις κι αναμνήσεις, συλλογισμούς και βιώματα,  στοχασμούς κι αναζητήσεις, πράξεις και συναναστροφές.

Ο Χρήστος Κεχαγιόγλου χαρτογραφεί τον δικό του εικαστικό κόσμο, μέσα θαρρεί κανείς από την ασυνόρευτη αθωότητα της παιδικής ματιάς και μιας πραγματογνωστικής παραδοξότητας, που οδηγεί σε νοσταλγίες κι αινίγματα, για τα περασμένα και τα μελλούμενα, για τα υποδεικνυόμενα και τα παρελκόμενα, για τα γνωστά επίσης και τα διαρκώς αποκαλυπτόμενα. Όσα μεταφέρονται και κυρίως μεταγγίζονται από την ενδοχώρα μιας προσωπικής μνήμης, στην εικαστική κάθε φορά επιφάνεια του ζωγράφου, μέσα από  την εσωτερική τους φωταύγεια, την διαχειριστική τους ζωντάνια και την χρωμοπλαστική σπαργή ενός πολυμερισμένα οργανικού, αλλά πάντοτε πρωτοφανέρωτου σχηματισμού. Η ασυνόρευτη αυτή αντίληψη, μέσω της οποίας διαμορφώνει ο Χρ. Κεχαγιόγλου την ποιητικής δυναμικής εικονοπλασία του, μετατρέπει το μακρινό σε κοντινό γεγονός και το οικείο σε ανοίκειο.

Στην πρόσφατη παρουσίαση της ζωγραφικής ενότητάς του, που είδαμε στην Γκαλερί Ζουμπουλάκη, με τίτλο «Μέλλον», ο Χρ. Κεχαγιόγλου, χωρίς να απομακρύνεται από την αναγνωριστική αφηγηματικότητα των θεμάτων του, υπήρξε πολύ πιο αφαιρετικός, οδηγώντας το βλέμμα του θεατή σε ένα βαθύτερο επίπεδο. Εκείνο που γεννά τον ποιητικό συνειρμό, τις ενέργειες και δράσεις του λόγου, καθώς ανασύρονται από το υποσυνείδητο, ως μνημοτεχνικές, μετουσιωτικές και ρυθμογενετικές καταστάσεις. Οι εικόνες του ζωγράφου, με μια εσωτερικευμένη δυναμική, που αποτυπωνόταν στη χειρονομία, με μεγαλύτερη επίσης ελευθερία σχεδιασμού και πιο υποβλητικούς χρωματισμούς, απέδιδαν παραθαλάσσια τοπία στο χαρτί ή στον καμβά. Άλλοτε πάλι εξέφραζαν μεταιχμιακά και μετέωρα στιγμιότυπα, την ώρα που «αυθαιρετώντας» αποκαθηλώνονταν αυτές οι εικόνες από τις εκλογικευμένες τους δεσμεύσεις, οριοθετώντας το βλέμμα μας σε ένα διακύβευμα, ανάμεσα στην θάλασσα και στην στεριά, στην γη και στον ουρανό, στις στάσεις και στις αναμονές, στο παρελθόν και στο μέλλον. Άλλωστε το «μέλλον» ο Χρ. Κεχαγιόγλου το διαπραγματεύεται χωροχρονικά, σαν μια αντικατοπτρική «υπόθεση» και παράλληλα μια συγκερασμένη προβολή του παρελθόντος στο μέλλον. Ο αντικατοπτρισμός αυτός προεκτείνεται μάλιστα και στην αντιστροφή, καθώς δεν κοιτάζει ο θεατής μονοσήμαντα το κάθε τοπίο, αλλά αφ’ ης στιγμής,  στην ζωγραφική του Χρ.Κεχαγιόγλου, ο θεατής κοιτάζει κι εμψυχώνει το τοπίο, με την σειρά του κι εκείνο προσκομίζει, ως τεκμήρια της ζωντάνιας του, τα δικά του «βλέμματα», κοιτώντας και συνομιλώντας με τον εκάστοτε θεατή.

 

Αθηνά Σχινά

Κριτικός & Ιστορικός Τέχνης